- ἐξαπέδυνε
- ἐξαπέδῡνε , ἐξαποδύνωput offaor ind act 3rd sgἐξαπέδῡνε , ἐξαποδύνωput offimperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξαποδύνω — ἐξαποδύνω (Α) βγάζω τα ρούχα, γδύνομαι («εἵματα δ ἐξαπέδυνε» έβγαλε τα ρούχα του, πέταξε τα φορέματα, Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + αποδύνω «γδύνω», παράλλ. τ. τού απο δύω] … Dictionary of Greek